Χαμένες Ταυτότητες διήγημα
Διήγημα

Χαμένες ταυτότητες (Μέρος 2ο)

Το διήγημα “Χαμένες ταυτότητες” είναι το δημιουργικό μέρος της διπλωματικής εργασίας “Επιτελεστικότητα φύλου και επισφάλεια στη σύγχρονη ελληνική αστυνομική λογοτεχνία. Μια συγκριτική ανάγνωση έργων του Μάρκαρη και του Αζαριάδη.” της Αφροδίτης Μανουσάκη.

Συνέχεια του διηγήματος.

Μπορείτε να διαβάσετε την αρχή στον σύνδεσμο (Μέρος 1ο)


«Ναι. Η Ελένη ήταν πάντα, πώς να το πω… ένα κορίτσι διαφορετικό. Ζωηρό, απαιτητικό, ανυπάκουο… Έκανε πάντα του κεφαλιού της. Δεν άκουγε κανέναν!»

«Μαύρο πρόβατο θέλετε να πείτε;» ρώτησε η Ανδρεάδη, αλλά η γυναίκα που είχε απέναντί της, ούτε το δέχτηκε, ούτε το αρνήθηκε.

«Ήθελε να την εκδικηθεί…» συνέχισε σαν να μην την άκουσε. «Το έλεγε τιμωρία, αλλά ήταν εκδίκηση. Τον έκανε να νιώθει… ανήμπορος.»

«Ανήμπορος;» αναρωτήθηκε η αστυνόμος.

«Ναι, λίγος. Πως το λένε; Τσακωνόταν συνέχεια με τον πατέρα της. Είχε ένα τρόπο να τον εξοργίζει… Δεν ξέρω πως το κατάφερνε. Επίτηδες πρέπει να το έκανε, αφού τον ήξερε… Τον προκαλούσε. Εκείνη έφταιγε…» είπε τις τελευταίες δύο λέξεις με οργή σαν μια διαπίστωση που δικαίωνε την συμπεριφορά του άντρα της και τους απενοχοποιούσε από την τραγική κατάληξη. «Ώσπου μια μέρα έφυγε από το σπίτι και πήρε μαζί της κι ένα μεγάλο ποσό από το ταμείο του μαγαζιού», συμπλήρωσε.

«Ψέματα! Δεν π… δεν πήρε τίποτα! Η Ελένη δεν πήρε τίποτα!» φώναξε το νεαρό κορίτσι δίπλα της αγανακτισμένο.

«Σώπα, Μαρία. Πως δεν πήρε; Και πού πήγαν τόσα χρήματα;»

«Δεν ξέρεις πού πήγαν;» την ρώτησε σαν να μην την ένοιαζε η παρουσία της Ανδρεάδη. Η μάνα δεν απάντησε. Κατάπιαν μαζί το κοινό μυστικό. Ήξερε. Ο άντρας της πάντα είχε κάποια έξοδα παραπάνω. «Η Ελένη δεν πήρε τίποτα», είπε με μια πιο σίγουρη φωνή κι έπειτα συνέχισε. «Ούτε καν τα ρούχα της δεν πήρε! Έφυγε με αυτά που φορούσε. Ένα τζιν κι ένα μακό», συνέχισε το κορίτσι.

Η Ανδρεάδη απλά τις παρακολουθούσε χωρίς να μιλάει. Δεν ήθελε να διακόψει την συνομιλία μητέρας κόρης. Σήμερα είχαν βρει κι οι δύο τη φωνή τους κι ήταν σίγουρη ότι από μόνες τους, μέσα στον πόνο και στην οργή τους, θα είχαν περισσότερα να πουν και να μαρτυρήσουν, παρά μέσα από τις ερωτήσεις που ήθελε να τους κάνει εκείνη, γιατί στις ερωτήσεις οι άνθρωποι φυλάγονται. Η μητέρα κουνούσε το κεφάλι της. Ήθελε να μιλήσει, τα χείλη της το πρόδιδαν από τις γρήγορες και νευρικές κινήσεις που έκαναν, λίγο πριν σφίξουν και σφαλίσουν πάλι πίσω από την παλάμη της.

«Το ξέρεις κι εσύ αυτό, έτσι δεν είναι; Ήταν πολύ περήφανη για να πάρει το παραμικρό πριν φύγει. Δεν ήθελε να έχει τίποτα από εκείνον. Τίποτα!» συνέχισε το νεαρό κορίτσι το ξέσπασμά της.

«Πάψε, Μαρία! Τι έχεις πάθει; Έχεις αρχίσει να γίνεσαι σαν την αδερφή σου! Γλωσσού κι αχάριστη! Τι σου έλειψε όλα αυτά τα χρόνια, ε; Όχι, πες μου, τι σου έλειψε; Όλα τα είχες. Μέχρι και σπουδές στο πιο ακριβό κολέγιο. Και εκείνη θα μπορούσε, εάν ήθελε να γίνει άνθρωπος. Η αδερφή σου δεν μπορούσε να τα εκτιμήσει όλα αυτά. Ήθελε την ελευθερία της… Ήθελε… ήθελε να γυρνά… » Η φωνή της άρχισε να τρέμει και να σβήνει. Δεν κατέβαλε προσπάθεια να συνεχίσει.

Η Ανδρεάδη ήταν σίγουρη ότι αυτές οι κουβέντες είχαν ειπωθεί χιλιάδες φορές μέσα στο σπίτι τους. Μια χρόνια κατάσταση δεν μπορούσε να μείνει δίχως δικαιολογίες που ακούγονταν αληθοφανείς και πέραν κάθε αμφιβολίας. Τρία χρόνια ήταν αυτά. Πρόσεξε τα χέρια της μητέρας. Έτρεμαν. Άρχισαν να σκαλίζουν μέσα στην τσάντα για να βρουν κάτι. Κάτι που σίγουρα είχε πολύ ανάγκη εκείνη την στιγμή. Έβγαλε ένα χάπι από μια μικρή καρτέλα, βούτηξε το ποτήρι με το νερό από τον δίσκο του σερβιτόρου που μόλις είχε έρθει για να πάρει παραγγελία και το κατάπιε λαίμαργα σαν να εξαρτιόταν η ζωή της από αυτό. «Συγχωρέστε με. Είναι φορές που…» ψέλλισε κι η Ανδρεάδη μόλις που την άκουγε.

«Μην απολογείστε, κυρία Αλεξανδρή. Ηρεμήστε. Το μόνο που θέλω από εσάς είναι να μου πείτε εάν γνωρίζετε ποιος την απειλούσε. Αυτό έχει σημασία τώρα», επανήλθε η Ανδρεάδη στο ουσιαστικό μέρος της συζήτησής τους. Για τις οικογενειακές σχέσεις είχε ήδη σχηματίσει εικόνα.

Η γυναίκα δεν κατάφερε να βρει τη φωνή της. Κοιτούσε την αστυνόμο απέναντί της με μια αγωνία αλλοπρόσαλλη, που αναχαίτιζε κάθε προσπάθειά της να αρθρώσει λόγο. Κουνούσε το κεφάλι της δηλώνοντας άγνοια κι επιθυμία μαζί να είχε την απάντηση. «Έπρεπε να είχαμε δεχτεί πίσω το παιδί μας», μουρμούρισε. Το βλέμμα της Ανδρεάδη είχε σταθεί για λίγα δευτερόλεπτα στην έκφραση πόνου της μητέρας, μέχρι που άκουσε μια ανάσα δίπλα της που είχε χάσει τον ρυθμό της. Γύρισε και κοίταξε τη νεαρή κοπέλα. Το στόμα της κλειστό, σφαλισμένο. Τα μάτια κοιτούσαν χαμηλά κι έτρεχαν από τη μια άκρη στην άλλη δίχως να κοιτούν κάτι συγκεκριμένο κι η ανάσα της ακουγόταν σαν να σταματούσε και να αρχινούσε ξανά κατά διαστήματα παρά τη θέλησή της, σαν παλιά αμαξοστοιχία με μπουκωμένο φουγάρο. Την παρατήρησε για μερικά δευτερόλεπτα και μετά έσκυψε προς το μέρος της.

«Μήπως εσύ γνωρίζεις κάτι παραπάνω; Την ξαναείδες από τότε; Σου είχε πει κάτι η αδερφή σου;»

«Όχι, τίποτα», απάντησε και την ξανακοίταξε. Τα βλέφαρα της τρεμόπαιζαν. Έδειχνε αδύναμη, εύθραυστη και το δέρμα πιο λευκό από ποτέ, παρότι στα χρώματα έμοιαζε πιο πολύ στον πατέρα της κι όχι στην κοκκινομάλλα μητέρα της. Η Ανδρεάδη κατάλαβε πως θα ήταν καλύτερα να μην την πιέσει άλλο. Ίσως οι δύο αδερφές είχαν βρεθεί ξανά, κρυφά κι από τους δύο γονείς, αλλά δεν θα φαινόταν διατεθειμένη να μαρτυρήσει κάτι μπροστά στη μητέρα της.

Το έβρισκε άσκοπο να τις κρατάει εκεί, αφού δεν είχαν ή δεν σκόπευαν να της πουν τίποτα άλλο. «Κατάρα!» σκέφτηκε «Ήταν ανάγκη να έρθουν κι οι δύο μαζί; Άραγε μονάχα αυτό είχαν να μου πουν; Ότι το θύμα δεχόταν απειλές για τη ζωή του από κάποιον; Μήπως υπερβάλλω που πιστεύω ότι ξέρουν κάτι παραπάνω. Η μικρή… Ναι, η μικρή ίσως να γνωρίζει κάτι», σκέφτηκε και παρακολούθησε για λίγο τα βλέμματα των δύο γυναικών. Θα μπορούσαν να της το πουν κι από το τηλέφωνο αυτό. Ίσως, όμως, δεν το θεώρησαν σωστό. Ωστόσο, θεώρησε πολύ σημαντικό να κρατήσει τα τηλέφωνά τους μήπως κάποια στιγμή χρειαστεί κάτι παραπάνω να τις ρωτήσει. Η μητέρα έδωσε το δικό της, ενώ το νεαρό κορίτσι που ήταν ακόμη αρκετά συγχυσμένο, βρήκε αφορμή ότι ήθελε να πάει στην τουαλέτα και παρακάλεσε τη μητέρα της να δώσει και το δικό της. Όταν επέστρεψε η αστυνόμος παρατήρησε τα μαλλιά της. Ήταν βρεγμένα στις ρίζες τους γύρω στο πρόσωπό της. Σίγουρα είχε ρίξει νερό να ξεπλύνει τα δάκρυά της κι αμέσως μετά σκουπίστηκε με λίγο χαρτί. Κάποιος από αυτήν την οικογένεια θα έπρεπε να δακρύζει για εκείνο το κορίτσι, ακόμη κι αν προσπαθούσε μετά να το κρύψει. Οι αμαρτίες της δεν θα μπορούσαν να είναι τόσο μεγάλες που να δικαιώνουν τον θάνατό της. Η αστυνόμος τις ευχαρίστησε και ξεκίνησε να πάει στο γραφείο της. Είχε νέα στοιχεία, αλλά δυστυχώς δεν μπορούσε να σκεφτεί πώς να συνεχίσει. Θα ήθελε να μιλήσει στην κάθε μια χωριστά, αλλά αυτό ήταν κάτι που δεν γινόταν να το ζητήσει τώρα αμέσως.

Είχαν ρωτήσει όλους όσους είχε γνωρίσει την Ελένη τα τελευταία τρία χρόνια, που είχε φύγει από το σπίτι. Περισσότερες πληροφορίες είχαν πάρει από τη συγκάτοικό της, που δούλευαν μαζί στο μπαρ. Ούτε εκείνη γνώριζε κάτι σχετικό με απειλές, ούτε είχε παρατηρήσει κάτι διαφορετικό ή ανησυχητικό τον τελευταίο καιρό, εκτός από κάποιες αδιαθεσίες, αλλά η διάγνωση της εγκυμοσύνης μάλλον είχε αποδειχτεί λανθασμένη. «Τι να ήταν αυτό που την έκανε να πιστεύει κάτι τέτοιο; Αλλά πάλι τι ξέρουν τα μικρά από αυτά;» αναρωτιόταν η αστυνόμος. Η μόνη λογική εξήγηση που είχε η Ανδρεάδη, ήταν πως η Ελένη είχε τρομάξει τόσο από τις απειλές, που είχε χάσει τη γη κάτω από τα πόδια της κι η συγκάτοικός της υπέθεσε άλλα. Από την άλλη, πως ήταν δυνατόν να δέχεται απειλές για τη ζωή της, να αναγκαστεί να ζητήσει βοήθεια από την οικογένειά της κι η συγκάτοικος της να μην είχε παρατηρήσει κάτι ιδιαίτερο, διαφορετικό, κάτι άξιο λόγου; Έπρεπε να κάνει μια κουβέντα μαζί της εκ νέου. Αναρωτήθηκε μήπως πραγματικά δεν ήταν αξιόπιστη ως μάρτυρας, αλλά έδιωξε τη σκέψη πολύ γρήγορα. Εξάλλου ήταν η μόνη που είχε κάτι να πει σχετικά με την πρόσφατη δράση του θύματος. Μπήκε στο αυτοκίνητό της και της τηλεφώνησε.

Το τηλέφωνο χτύπησε πολλές φορές, αλλά δεν πήρε απάντηση. Δεν είχε νόημα να πάει στο σπίτι των δύο κοριτσιών, γιατί μετά από τη δολοφονία, η νεαρή κοπέλα είχε δηλώσει ότι θα άλλαζε κατοικία. Το σπίτι ήταν ενοικιασμένο στο όνομα της Ελένης κι εκείνη ακόμη και να ήθελε, δεν μπορούσε μόνη της να το συντηρήσει, όπως είχε πει. Αμέσως κάλεσε τον Μαυρίδη και του ζήτησε να της δώσει  νέα διεύθυνση.

«Καλά αυτήν τι την θέλεις πάλι;» ήταν η πρώτη του αντίδραση.

«Δεν έχω χρόνο να σου εξηγώ. Βρες μου τη διεύθυνσή της. Είχαμε πάρει στοιχεία επικοινωνίας από όλους, σωστά; Νομίζω κάτι είχε πει για μια ξαδέρφη της».

«Δεν πρόκειται να σου πει κάτι καινούριο. Σκέτη παραπληροφόρηση ήταν το κοριτσάκι. Άκου εγκυμοσύνη; Θα σε μπερδέψει πάλι. Χάνεις τον χρόνο σου, Κατερινάκι», μουρμούρισε ο Μαυρίδης κι ήταν έτοιμος να κλείσει.

«Αυτό θα το κρίνω εγώ, αστυνόμε Μαυρίδη. Και δεν είμαι η Κατερίνα που σου μιλώ αυτήν την στιγμή, αλλά είμαι η αστυνόμος Ανδρεάδη που σου δίνω μια εντολή, κατάλαβες;» του είπε κι η ίδια δεν ήξερε πως διατήρησε την ψυχραιμία της και δεν τον διαολόστειλε. Σημείωσε τη διεύθυνση σε ένα πρόχειρο χαρτί κι εντελώς ειρωνικά τον ευχαρίστησε. Έκλεισε το τηλέφωνο και στάθηκε για λίγα λεπτά να σκεφτεί εάν είχε κάνει καλά που του είχε μιλήσει απότομα. Δεν της άρεσε που του μίλησε έτσι. Δεν της άρεσε που της μιλούσε έτσι. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί είχε συγχυστεί τόσο, αφού εκείνη τουλάχιστον φέρθηκε όπως έπρεπε να φερθεί.

Έπειτα, κοίταξε τη διεύθυνση. Δεν ήξερε την περιοχή. Την αναζήτησε στο κινητό και σε λίγα λεπτά ήταν έξω από το σπίτι. Χτύπησε το κουδούνι πολλές φορές, αλλά δεν έπαιρνε απάντηση. Είχε αρχίσει να ανησυχεί. Χτύπαγε το κουδούνι, χτύπαγε την πόρτα αλλά τίποτα. Ώσπου, βγήκε μια γειτόνισσα.

«Τι θέλετε; Ποιον ζητάτε;»

«Την κυρία Σοφία Πέγκα.»

«Δεν μένει εδώ καμία Σοφία. Μια νέα κοπέλα μόνο, που δουλεύει σε φούρνο τα πρωινά».

«Δεν καταλάβατε. Είναι φιλοξενούμενη και…»

«Α, εννοείτε την ξαδέρφη της που φιλοξενεί εδώ και λίγες μέρες…» είπε η γειτόνισσα μόλις κατάλαβε ποιαν ζητούσε.

«Λίγες μέρες; Νόμιζα ότι από χτες…» πρόλαβε να πει όταν άνοιξε η πόρτα.

Το νεαρό κορίτσι έκανε την εμφάνισή του με μισόκλειστα και κουρασμένα από τη νύστα μάτια. «Αστυνόμε, τι συνέβη;» μουρμούρισε.

«Αστυνόμος;» αναρωτήθηκε η γειτόνισσα, αλλά καμιά τους δεν νοιάστηκε να δώσει απαντήσεις. «Ήμαρτον, κύριε! Τι θα ακούσουμε πάλι;» ακούστηκε η φωνή της καθώς έκλειναν την πόρτα πίσω τους.

«Σε έπαιρνα στο τηλέφωνο που μας έδωσες, αλλά δεν…»

«Το είχα στο αθόρυβο για να κοιμηθώ», απάντησε με απόλυτα φυσικό τρόπο η Σοφία και της έδειξε τον καναπέ για να καθίσει. Η Ανδρεάδη ένιωσε πολύ ανόητη για την ανησυχία της. Δεν είχε καν σκεφτεί πως για ένα νεαρό κορίτσι που δουλεύει τα βράδια σε ένα μπαρ, θα ήταν πολύ φυσικό να κοιμάται το πρωί με κλειστό το κινητό. «Συγχωρέστε με που δεν έχω τίποτα να σας προσφέρω, αλλά δεν είμαι στο σπίτι μου και δεν γνωρίζω…» της είπε η Σοφία διακόπτοντας τις σκέψεις της.

«Δεν… Δεν είμαι εδώ για κοινωνική επίσκεψη…» είπε κάπως αμήχανα. «Προέκυψε κάτι και πρέπει να μου πεις όσα ξέρεις», είπε για να αλλάξει κουβέντα.

«Τι εννοείτε;»

«Για τις απειλές. Και μην μου πεις ότι δεν γνωρίζεις για τις απειλές…»

«Ποιες απειλές;»

«Σοφία, καταλαβαίνω ότι δεν σου είναι εύκολο να συντηρήσεις ένα σπίτι μόνη σου, τώρα που έχασες τη φίλη σου, αλλά δεν υπήρχε λόγος να φύγεις άρον-άρον από εκεί. Εξάλλου, η δολοφονία δεν έγινε μέσα σε εκείνο το σπίτι για να σε στοιχειώνει και να σε τρομάζει». Η Ανδρεάδη δεν συνήθιζε να αποκαλεί τους μάρτυρες με το μικρό τους όνομα. Το ήξερε ότι ήταν αγένεια. Τους μιλούσε στον ενικό μονάχα όταν έβλεπε ότι την έπαιρνε, αλλά σπάνια χρησιμοποιούσε το μικρό τους όνομα, έτσι τόσο άμεσα. Η διαφορά ηλικίας ανάμεσά τους ήταν τέτοια, που θα μπορούσε να είναι η μητέρα της κι αυτό καμιά φορά έπιανε και κυρίως όταν είχε να κάνει με νεαρά, φοβισμένα κορίτσια. Την πλησίασε κοιτώντας την μέσα στα μάτια και προσπαθώντας να κερδίσει την εμπιστοσύνη της, της είπε, «Πότε έφυγες από το σπίτι;»

«Χτες» της είπε ανασηκώνοντας τους ώμους της. «Δεν σας είπα ότι θα φύγω γιατί…»

«Φιλοξενείσαι από την ξαδέρφη σου εδώ και λίγες μέρες. Μην το αρνηθείς, είναι άσκοπο. Το γνωρίζει ήδη η γειτονιά… Αυτό, λοιπόν, δεν είναι χτες; Τι φοβάσαι, Σοφία;» την ρώτησε.

Το νεαρό κορίτσι αιφνιδιάστηκε. Θυμήθηκε που η αστυνόμος της είχε μιλήσει στον πληθυντικό την προηγούμενη φορά και δεν ήταν ιδιαίτερα πιεστική. Η αλλαγή αυτή την ανησύχησε. «Τίποτα», απάντησε.

«Κοίτα, ξέρω ότι η φίλη σου δεχόταν απειλές από κάποιον. Είχε ζητήσει βοήθεια μέχρι κι από την οικογένειά της. Εσύ έφυγες από εκεί πολύ νωρίτερα. Ποιος σας απειλούσε;»

«Δεν ξέρω, δεν ξέρω! Δεν μου είπε ποτέ η Ελένη! Από εκείνη την καταραμένη μέρα που έμπλεξε με τα ναρκωτικά…»

«Ναρκωτικά;» αναρωτήθηκε η Ανδρεάδη. Τι δουλειά θα μπορούσαν να είχαν τα ναρκωτικά σε αυτήν την ιστορία; Ένα τέτοιο στοιχείο δεν θα μπορούσε να είχε διαφύγει από τον ιατροδικαστή. Όμως η απορία της λύθηκε αμέσως.

«Ναι, είχε πει ότι κάποιος της τα έβαλε στην τσάντα της ένα βράδυ. Μετά την είχαν συλλάβει και με κάποιο τρόπο κατάφερε να ξεφύγει. Δεν ξέρω πως. Δεν μου είχε πει. Δεν μου έλεγε τίποτα. Κι από εκείνη τη νύχτα ακόμη περισσότερο. Δεν έλεγε τίποτα απολύτως σε κανέναν…» είπε το κορίτσι και στάθηκε για λίγο να πάρει ανάσα. Η Ανδρεάδη ήταν σίγουρη ότι είχε ακόμη πολλά να της πει και δεν ήθελε να την διακόψει. Συνέχιζε να την κοιτά συνοφρυωμένη και σκεπτική. «Μου είπε ότι την είχαν παγιδέψει και πως κάποιος την βοήθησε… που είχε τον τρόπο του ή κάτι τέτοιο… Ίσως ήταν δικηγόρος… Τι άλλο; Όμως, μετά από αυτό άλλαξε τελείως. Χανόταν για ώρες κι ερχόταν καθυστερημένη στο μαγαζί. Ήταν τελείως αφηρημένη και τελευταία ήταν οξύθυμη… τσακωνόταν με όλους κι έκανε ζημιές. Είχε σπάσει μια ντουζίνα ποτήρια ένα βράδυ και το αφεντικό την μάλωσε. Μετά την βρήκα να κλαίει πίσω στην κάβα. Μόλις είχε κάνει εμετό. Μου είπε ότι κάποιος την απειλούσε να την σκοτώσει. Δεν μου έλεγε ποιος ήταν. Φοβήθηκα γιατί μέναμε μαζί κι ήρθα να μείνω στην ξαδέρφη μου. Την συμβούλεψα να ζητήσει βοήθεια από την οικογένειά της. Να μην μείνει μόνη της. Μου είπε πως… πως… πως θα πάει κι ησύχασα. Μετά έμαθα ότι… αυτό… Αυτό μόνο, αυτό ξέρω, τίποτα άλλο…»

Avatar photo

Κοινότητα νέων Συγγραφέων

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *