-«Είμαι καλά, σου λέω, είμαι καλά. Ο σεκιούριτι ήταν. Ακούς, τι σου λέω; Κι εγώ είμαι καλά κι εκείνη είναι καλά. Δεν μπορώ να σου μιλήσω άλλο τώρα. Κλείνω…» είπε χαμηλόφωνα ο Άρης. Είχε περάσει ήδη μισή ώρα κι η ανάσα του δεν είχε βρει ακόμη τον ρυθμό της. Φύλαξε το κινητό στην τσέπη του και μόλις γύρισε ένιωσε τα μάτια όλων σχεδόν των παρευρισκομένων καρφωμένα πάνω του. Όπως το είχε φανταστεί. Αυτή η περίεργη ησυχία μέσα στην αίθουσα, όση ώρα μιλούσε, τον έκανε να νιώθει σαν μυστικός πράκτορας που επικοινωνεί κρυφά με τα κεντρικά. «Πόσο παράλογοι που γίνονται οι άνθρωποι μέσα στον φόβο τους;» αναρωτήθηκε. Τι είχε τάχα να τους κρύψει; Ήταν ο μόνος που βρέθηκε εκεί με το παιδί του.
Η κόρη του καθόταν σε μια καρέκλα. Μαζεμένα τα πόδια, τα χέρια σε μια γροθιά πάνω από αυτά, το σώμα καμπουριασμένο, το κεφάλι γερμένο, τους δύο ώμους να θέλουν να μαζευτούν μπροστά από το στήθος της. Σαν έμβρυο. Είχαν περάσει δώδεκα ολόκληρα χρόνια από την τελευταία φορά που αυτό το σώμα είχε πάρει αυτήν την στάση, αλλά η θύμηση εκείνης της σιγουριάς και της ασφάλειας που της προσέδιδε ήταν εκεί, ζωγραφισμένη στο κορμί της. Ο Άρης πήγε κι έκατσε κοντά της. «Μην φοβάσαι, τελείωσε», της είπε, την φίλησε στο μέτωπο και την έσφιξε στην αγκαλιά του.
Απέναντι του, δύο μάτια πότε τον κοιτούσαν κλεφτά, πότε πλανιόνταν ανήσυχα στον χώρο και πότε έδειχναν να δυσανασχετούν με την καθυστέρηση. Κι η ώρα περνούσε. Όταν τα βλέμματά τους διασταυρώνονταν, η γυναίκα κοιτούσε χαμηλά κι ανακάθιζε στην καρέκλα της ανήσυχη. «Μα, τι κάνουν τόση ώρα; Δεν είμαστε εγκληματίες, μάρτυρες είμαστε», είπε τελικά.
-«Πρέπει να πάρουν τα στοιχεία όλων μας και να βεβαιωθούν ότι δεν είναι κανείς από μας συνεργάτης των ληστών», είπε ένας νεαρός.
-«Μα, τι ανοησίες είναι αυτές!» αναφώνησε η γυναίκα και σηκώθηκε για να πάει να διαμαρτυρηθεί, όταν ένας αστυνομικός πλησίασε στον Άρη.
-«Μόλις μας ειδοποίησαν απέξω ότι ήρθε η σύζυγός σας. Το παιδί μπορεί να φύγει. Εσείς πρέπει να μείνετε ακόμη».
Πήγε το παιδί μέχρι την πόρτα, το καθησύχασε για άλλη μια φορά και έπειτα επέστρεψε και στάθηκε όρθιος δίπλα στο παράθυρο. Τους είχαν πάει όλους σε μια άλλη αίθουσα στον επάνω όροφο κι από εκεί μπορούσε να δει όλο τον κόσμο που είχε μαζευτεί απέξω από την τράπεζα.
Κοίταζε δίπλα του την καλοβαλμένη κυρία που διαμαρτύρονταν συνέχεια. Έτσι ήταν πάντα η Ελεάννα, από τότε που την θυμόταν. Ένα κακομαθημένο κοριτσόπουλο που φώναζε κι απαιτούσε μέχρι να γίνει το δικό της. Και γινόταν. Με κάποιον μαγικό τρόπο όλα γίνονταν για την Ελεάννα.
Οι αναμνήσεις του Άρη άρχισαν να ξυπνούν. Ήταν μονάχα 28 χρονών, όταν είχε αρχίσει να δουλεύει ως κανονικός λογιστής, όπως έλεγε, λες και τα χρόνια που είχε δουλέψει ως βοηθός δεν ήταν λογιστής. Η κόρη του Παπαϊωάννου, ένα τρισχαριτωμένο πλάσμα τότε, δεν άφηνε κανέναν ασυγκίνητο. Μα, κανείς στο γραφείο δεν τολμούσε να την κορτάρει. Μόνο ο Άρης που είχαν πάρει τα μυαλά του αέρα με το που έγινε «κανονικός». Λες και τον είχαν πει σπουδαίο, μέγα, τρανό, ίσο μαζί τους. Τίποτα δεν ήταν. Του φούσκωναν τα μυαλά με τίτλους και φανφάρες για να τον κάνουν συνεργό στις απατεωνιές τους κι έτσι είχε την ψευδαίσθηση ότι ήταν ο έμπιστος του αφεντικού. Είχε πιστέψει ότι προστάτευε τα λεφτά του πεθερού, ο λογιστάκος. Ήταν μονάχα το παιχνιδάκι της κόρης και το αναλώσιμο υλικό γραφείου του μπαμπά.
Ξεφύσηξε και την κοίταξε. Τα χρόνια είχαν φανεί γενναιόδωρα μαζί της, όπως και καθετί άλλο στην ζωή της. «Δεν θα τηλεφωνήσεις σε κανέναν; Δεν έχεις κάποιον δικό σου να ανησυχεί;» την ρώτησε.
-«Δεν έχω», απάντησε εκείνη κι η ηλικιωμένη γυναίκα δίπλα της παραξενεύτηκε.
-«Η κυρία Ελεάννα Παπαϊωάννου;» είπε ο αστυνομικός και την κάλεσε μέσα.
-«Ήμουν σίγουρη ότι ήταν αυτή», ψιθύρισε η ηλικιωμένη μόλις έκλεισε η πόρτα.
-«Ποια;» αναρωτήθηκε μια άλλη.
-«Του Παπαϊωάννου η κόρη, ντε! Είχε βουίξει ο τόπος με τις απατεωνιές του.»
Οι φωνές των δύο γυναικών ζωήρεψαν, μα έμοιαζαν να σβήνουν στην συνείδηση του Άρη, καθώς γύρισε ξανά προς το παράθυρο. Τώρα μπορούσε να δει την γυναίκα του και την κόρη του από εκεί. Η Μάγδα, σαν να είχε νιώσει το βλέμμα του, γύρισε και κοίταξε αόριστα προς το κτήριο της τράπεζας. Έπειτα, ρώτησε κάτι το παιδί της επίμονα και μόλις πήρε τις απαντήσεις που ζητούσε την αγκάλιασε κι απομακρύνθηκαν από τα αδιάκριτα βλέμματα του κόσμου. Οι φωνές δίπλα του συνέχιζαν εξίσου αδιάκριτα το κουτσομπολιό και σώπασαν απότομα την στιγμή που επέστρεψε η Ελεάννα.
-«Δεν σε αφήνουν να φύγεις;» την ρώτησε.
-«Όχι, δεν υπάρχει πρόβλημα. Στην είσοδο έχει πολλούς δημοσιογράφους. Πανάθεμά τους! Πιο εύκολα ξεφεύγει ένας ληστής από την αστυνομία, παρά ένας πολίτης από δαύτους. Υπάρχει μια άλλη έξοδος. Θα με ειδοποιήσουν…» του εξήγησε. «Εσύ; Είσαι ακόμη λογιστής; Εννοώ, κανονικός;»
-«Προϊστάμενος», απάντησε δίχως να την κοιτάξει.
-«Α, κανονικός, δηλαδή…» είπε και χαμογέλασε αμήχανα.
-«Ναι, κανονικός προϊστάμενος», απάντησε και την αγριοκοίταξε μέχρι που την έκανε να γυρίσει αλλού το βλέμμα της.
-«Έχεις δίκιο. Δεν έπρεπε να μιλάω έτσι, μετά από ότι έκανες για εμένα σήμερα».
Παρόλο που είχε περάσει μισή ώρα από το συμβάν, η ταχύτητα με την οποία έγιναν όλα κι η αδρεναλίνη που έφτασε στα ύψη μέσα σε δύο λεπτά έμοιαζαν να μπερδεύουν τις εικόνες μέσα στον νου του. Τη μια στιγμή μιλούσε με την κόρη του. Την άλλη, ένα οικείο γυναικείο γέλιο του τράβηξε την προσοχή. Αυτό ήταν που τον έκανε να την αναζητήσει. Την είδε εκεί, στο γραφείο του διευθυντή. Αυτόματα, γύρισε την πλάτη του για να μην τον δει κι όπως κοίταξε προς την είσοδο, είδε τρεις άντρες να μπαίνουν στον χώρο, να παρατηρούν τον κόσμο και να ανταλλάσουν περίεργα και νευρικά βλέμματα πίσω από τα καλυμμένα τους πρόσωπα. Το αίμα του πάγωσε. Άρπαξε την κόρη του και την έσπρωξε πίσω από μια μεγάλη κολώνα που βρισκόταν δίπλα τους.
-«Ληστεία! Όλοι κάτω!» φώναξε ο ένας τρέχοντας προς τον διευθυντή. «Μην διανοηθείς να ειδοποιήσεις την αστυνομία», του είπε κραδαίνοντας το όπλο.
-«Μα, τι διάολο;» διαμαρτυρήθηκε η Ελεάννα.
-«Σκάσε!» της φώναξε ο άντρας και την απείλησε με το όπλο.
Ο Άρης, κάνοντας δυο βήματα, την άρπαξε από το μπράτσο, την τράβηξε κοντά του και την πίεσε με δύναμη να καθίσει κάτω. «Σκάσε!» της επανέλαβε ψιθυριστά. Έπειτα, ακολούθησαν οι απειλές των ληστών, τα παπούτσια τους που έτριζαν εκνευριστικά, μερικές ανάσες αγωνίας και πνιχτοί λυγμοί. Ήταν εκείνα τα δευτερόλεπτα που μέσα στον «Ναό του χρήματος» πρέπει να έγιναν περισσότερες προσευχές από ότι γίνονται κάθε Κυριακή σε έναν κανονικό ναό. Ένας πυροβολισμός κι οι κραυγές αγωνίας που τον ακολούθησαν, μαρτυρούσαν ότι κάποιος είχε τραυματιστεί σοβαρά. Ο Άρης τραντάχτηκε από τον κρότο, μα έμεινε ακίνητος να κρατάει τις δύο γυναίκες στο πάτωμα και να τις προστατεύει με το σώμα του. Γρήγορα βήματα ακούστηκαν προς την έξοδο κι έπειτα φωνές και κλάματα καθώς σηκώνονταν ένας-ένας να αντικρίσουν το αποτρόπαιο θέαμα. Ο νεαρός της ασφάλειας ήταν πεσμένος κάτω.
Ο Άρης εμπόδισε την κόρη του να κοιτάξει, κρατώντας το πρόσωπό της στο στήθος του, αλλά η Ελεάννα είχε ήδη σηκωθεί. Το όπλο που την σημάδευε λίγα λεπτά νωρίτερα, είχε μόλις σκοτώσει έναν άνθρωπο.
Σαν να βρισκόταν μέσα στο μυαλό του, μια από τις δύο γυναίκες δίπλα του μονολόγησε. «Τι κρίμα. Να χάσει έτσι την ζωή του το παλικάρι, με τέτοιο τρόπο, για χρήμα που δεν ήταν καν δικό του…»
-«Τι σημασία έχει, εάν είναι δικό σου; Σαν χάσεις την ζωή σου…» συμπλήρωσε η άλλη γυναίκα.
-«Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, όλοι χάνουμε την ζωή μας για το χρήμα. Άλλοι για να προστατέψουν το ξένο…» μουρμούρισε ο Άρης αναλογιζόμενος την δική του δουλειά ως λογιστής, «… κι άλλοι για να προστατέψουν το δικό τους», συνέχισε κοιτώντας την Ελεάννα. «Μα, το χειρότερο είναι όταν την χάσεις κυριολεκτικά. Δηλαδή οριστικά κι αμετάκλητα. Δίχως δεύτερη ευκαιρία για να καταλάβεις τι έκανες. Όπως αυτός ο νεαρός. Τι νόημα έχει εάν προστάτευε ξένο χρήμα ή τον μισθό του;»
-«Ξέρω τι υπονοείς», του είπε η Ελεάννα. «Αλλά δεν ήταν έτσι. Εσύ ήσουν ένας νέος λογιστής στην δουλειά του μπαμπά με πολλές φιλοδοξίες κι εγώ η μοναχοκόρη του. Περάσαμε καλά, δεν λέω, μα μέχρι εκεί. Νομίζεις ότι δεν κατάλαβα τότε τι σχέδια είχες; Μπορεί να ήμουνα είκοσι χρονών, αλλά δεν ήμουνα τόσο ανόητη. Πως περίμενες να πιστέψω πως με είχες ερωτευτεί;»
-«Κύριε Οικονόμου, ποιο είναι το όνομα της κόρης σας;» τους διέκοψε ο αστυνόμος που βγήκε από το κλειστό γραφείο. Ο Άρης κόμπιασε για λίγο. «Το χρειάζομαι για να συμπληρώσω την λίστα με τα ονόματα των μαρτύρων», του εξήγησε αμέσως μετά.
-«Ελεάννα», του είπε.
-«Δεν καταλάβατε. Το όνομα της κόρης σας θέλω.»
-«Ναι, κατάλαβα. Το όνομα της είναι Ελεάννα. Ελεάννα Οικονόμου.»
-«Α, μάλιστα. Κοίτα να δεις σύμπτωση! Ευχαριστώ», του απάντησε και συμπλήρωσε το όνομα στο χαρτί. «Εσείς, κυρία Παπαϊωάννου, ακολουθήστε με. Μπορείτε να φύγετε τώρα», είπε ο αστυνόμος και την παρότρυνε να τον ακολουθήσει.
Η Ελεάννα στάθηκε για λίγα δευτερόλεπτα σαν μην άκουγε τίποτα πια. Ο Άρης είχε ονομάσει την κόρη του Ελεάννα. Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Σε ευχαριστώ, για ό, τι έκανες για μένα σήμερα. Με προστάτεψες από…» μουρμούρισε καθώς η φωνή της χανόταν. «Σε ευχαριστώ», επανέλαβε μετά και τον φίλησε στο μάγουλο λίγο πριν φύγει.