Χαμένες Ταυτότητες διήγημα
Διήγημα

Χαμένες ταυτότητες (Μέρος 4ο)

Το διήγημα “Χαμένες ταυτότητες” είναι το δημιουργικό μέρος της διπλωματικής εργασίας “Επιτελεστικότητα φύλου και επισφάλεια στη σύγχρονη ελληνική αστυνομική λογοτεχνία. Μια συγκριτική ανάγνωση έργων του Μάρκαρη και του Αζαριάδη.” της Αφροδίτης Μανουσάκη.

Συνέχεια του διηγήματος

Μπορείτε να διαβάσετε την αρχή στους συνδέσμους
(Μέρος 1ο), (Μέρος 2ο)
και (Μέρος 3ο)


Η Ανδρεάδη παρά την καλή της διάθεση εκείνο το πρωί, που την έκανε να πιστεύει ότι θα βρει σύντομα τη λύση, ένοιωθε να είχε βρεθεί σε αδιέξοδο, το οποίο είχε ενισχυθεί ακόμη περισσότερο από το τηλεφώνημα που μόλις είχε λάβει από τον Αλεξίου. Δεν είχε βρει καμιά περίπτωση σύλληψης της Ελένης Αλεξανδρή καταγεγραμμένη επίσημα, αλλά και κανείς από τη Δίωξη δεν θυμόταν τέτοιο περιστατικό. Μόνο όταν είδαν τη φωτογραφία της, ένας νεαρός αστυνομικός θυμήθηκε ένα περίεργο περιστατικό. Είχε πάει ένα βράδυ με παρέα στο μπαρ κι είχαν πιάσει κουβέντα με την Ελένη και τη Σοφία. Ο φίλος του είπε στην Ελένη ότι εκείνοι δούλευαν στην αστυνομία κι εκείνη τους ρώτησε εάν γνώριζαν κάποιον Γεωργίου. Για λίγο αναθάρρησε η Ανδρεάδη ότι βρήκαν το πρόσωπο που θα τους λύσει όλες τις απορίες, αλλά Γεωργίου δεν υπήρχε.

Είχαν βρεθεί ξανά στο μηδέν, αλλά αυτή τη φορά με μπόλικη χαρτούρα. Οι διάφορες αναφορές που είχαν συσσωρευτεί στο γραφείο της και που περιέγραφαν αναλυτικά οτιδήποτε θα μπορούσε να βοηθήσει στην εξιχνίαση της υπόθεσης, επιτέλους, παρά τα γραφειοκρατικά εμπόδια, είχαν βρει τον δρόμο τους. Ξεφύλλιζε και διάβαζε, όλα όσα ήδη της είχαν πει προφορικά, οι ειδικοί συνεργάτες της αστυνομίας για να στηρίξουν έγκαιρα την έρευνα. Τώρα όλα αυτά ήταν και διατυπωμένα επιστημονικά σε επίσημα έγγραφα μπροστά της κι έπρεπε να τα μελετήσει, μέχρι να βρει ποιο μονοπάτι να διαλέξει για να συνεχίσει την έρευνά της. «Κι αν το καλό το παλικάρι, ξέρει κι άλλο μονοπάτι, τότε θα το βρω κι εγώ», σκέφτηκε κι άρπαξε τα χαρτιά.

Έβαλε τα γυαλιά της πρεσβυωπίας που είχε αποκτήσει μόλις πριν λίγες μέρες. «Εδώ δεν μπορείς να ξεχωρίσεις το μι το κεφαλαίο από το διπλό λάμδα στο ‘‘ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ’’ που εννοείται κι από τα συμφραζόμενα στην κορυφή της σελίδας και θέλεις να βρεις έναν δολοφόνο από μικρές λεπτομέρειες που ίσως να του διέφυγαν; Τρομάρα σου!» σκέφτηκε κι άρχισε να τα διαβάζει, μήπως κι άρχιζε να αχνοφαίνεται λίγο φως στο βάθος της υπόθεσης. Δεν γινόταν να κόβει βόλτες τριγύρω ρωτώντας και ξαναρωτώντας τα ίδια.

Όταν έφτασε στην περιγραφή των ρούχων της Ελένης Αλεξανδρή σταμάτησε. «Δεν πήρε τίποτα από το σπίτι, αλλά… τα ακριβά γούστα τα διατήρησε το κοριτσάκι. Κάποιος της έδινε λεφτά, κάποιος την έντυνε», σκέφτηκε «Αλλά ποιος;» Έφερε στο μυαλό της την εικόνα της κοπέλας στη μέση του δρόμου με μια λίμνη αίματος τριγύρω της. Δεν είχε δώσει μεγάλη σημασία στα ρούχα, ίσως γιατί ήταν σκοτεινά την ώρα που έφτασε στον τόπο του εγκλήματος, ίσως γιατί δεν αναγνωρίζονταν ως ρούχα έτσι όπως είχαν γίνει μετά το φονικό. «Λάθος!» σκέφτηκε.

Άφησε κάτω τα χαρτιά και τηλεφώνησε στη Σοφία Πέγκα. «Θέλω να έρθεις αμέσως από το παλιό σου σπίτι. Ραντεβού σε είκοσι λεπτά στην καφετέρια απέναντι», της είπε και το έκλεισε. Σε λίγη ώρα ήταν μέσα στο σπίτι. Είχε ξαναμπεί, αλλά δεν είχε πάει για ψώνια εκεί, ώστε να προσέξει τη γκαρνταρόμπα της.

«Ποια είναι τα δικά της ρούχα;» ρώτησε τη συγκάτοικο και μια μικρή μονόφυλλη ντουλάπα άνοιξε.

«Εδώ», της είπε και της έδειξε μια ντουλάπα με λιγοστά σκουρόχρωμα ρούχα. Τα τζιν που είχε μέσα ήταν όλα μαύρα κι όλα σκισμένα με διαφορετικούς τρόπους. Κάτω μια στοίβα κοντομάνικα μπλουζάκια. «Η μικρή είχε κάνει την επανάστασή της» σκέφτηκε η Ανδρεάδη.

«Και τα ακριβά ρούχα που φορούσε ποιος της τα έδωσε; Έλα, γυναίκες είμαστε. Δεν παραξενεύτηκες ποτέ που η συγκάτοικός σου είχε κάποια πανάκριβα ρούχα;»

«Πανάκριβα ρούχα. Πλάκα έχετε, αστυνόμε. Δεν παίζει να είχε κάτι τέτοιο η Ελένη», είπε το κορίτσι κι έκλεισε τη ντουλάπα.

Η Ανδρεάδη βγήκε από το σπίτι και μόλις μπήκε στο αυτοκίνητο πάγωσε για λίγο. Έψαξε τη τσάντα της και μόλις σχημάτισε έναν αριθμό στο τηλέφωνο το έφερε στο αυτί της. «Θέλω να σου μιλήσω τώρα. Τώρα με ακούς; Βρες μια οποιαδήποτε δικαιολογία, έχω κάτι πολύ σημαντικό να σου πω. Εκεί που συναντηθήκαμε την προηγούμενη φορά. Τι; Δεν ενδιαφέρεσαι να μάθεις; Σε αφορά», της είπε και το έκλεισε. Αυτό το τελευταίο «σε αφορά» το είχε μετανιώσει ήδη. Έλπιζε μόνο η νεαρή Αλεξανδρή να μην είχε καταλάβει τι τόσο σημαντικό είχε να τις πει και να εξαφανιστεί.

Την βρήκε να κάθεται μόνη στην καφετέρια και πήγε από μια άλλη πλευρά για να μπορέσει να την προσεγγίσει και να την παρατηρήσει με την ησυχία της δίχως να την δει. Έμεινε εκεί μερικά λεπτά και την κοιτούσε. Ήταν ανήσυχη κι έριχνε κλεφτές ματιές στο κινητό της. Υπέθεσε ότι ίσως να κοιτούσε την ώρα.

«Ελένη!» της φώναξε και γύρισε η Ελένη.

Λίγη ώρα μετά οι δύο γυναίκες κάθονταν η μια απέναντι από την άλλη σιωπηλές. Η Ελένη δεν μπόρεσε να το αρνηθεί. «Αστυνόμε, εγώ… Δεν ήθελα να συμβεί αυτό. Δεν ξέρω πως έγινε. Δεν ξέρω πως βρέθηκε εκεί η Μαρία. Ίσως ήρθε να με βρει για να με βοηθήσει. Και με βοήθησε…» είπε κουνώντας το κεφάλι της για την τραγική της διαπίστωση.

«Εσύ, γιατί συνεχίζεις να κρύβεσαι;»

«Γιατί αυτός είναι ακόμη εκεί έξω. Όσο πιστεύει ότι είμαι νεκρή είμαι ασφαλής. Εάν μάθει…»

Η Ανδρεάδη άκουσε με υπομονή την ιστορία της Ελένης που της επιβεβαίωσε όσα φοβόταν. Ένας άντρας, με ψεύτικο όνομα Γεωργίου Μάνος, την είχε ξεγελάσει ότι ήταν αστυνομικός. Μαζί με κάποιον άλλον της έκαναν σωματική έρευνα λίγη ώρα αφού είχε σχολάσει και πήγαινε στο σπίτι της. Υποτίθεται ότι βρήκαν ναρκωτικά στην τσάντα της. Της έβαλαν χειροπέδες και της είπαν ότι συλλαμβάνεται, αλλά δεν την πήγαν στο αστυνομικό τμήμα. Εκείνη, μέσα στον πανικό της πίστεψε ότι πραγματικά είχαν βρει ναρκωτικά στα πράγματά της κι υπέθεσε ότι κάποιος άλλος την είχε παγιδέψει. Φώναξε, παρακάλεσε, υποστήριξε την αθωότητά της κι ο υποτιθέμενος αστυνόμος Γεωργίου έκανε ότι την πίστεψε.

Την έπεισε ότι πρέπει να πηγαίνει και να την παίρνει κάθε βράδυ εκείνος από τη δουλειά για να παρακολουθεί τους ανθρώπους γύρω της και να βρει τον πραγματικό ένοχο, αλλά κάτι τέτοιο δεν έγινε. Ένοχο δεν βρήκε ποτέ. Άρχισε να τον εμπιστεύεται και σύντομα έγιναν ζευγάρι. Η σχέση τους όμως κρατήθηκε κρυφή από όλους, αφού όπως της είπε ο Γεωργίου κάτι τέτοιο θα του δημιουργούσε πρόβλημα στη δουλειά του, αφού τον είχαν στείλει σε αποστολή σε αυτό το μπαρ.

Στην αρχή, η Ελένη πίστευε όσα ο «Σωτήρας» της τής έλεγε κι έπειτα που η σχέση τους προχώρησε δεν ρωτούσε και πολλά. Όταν, όμως, του μίλησε για την εγκυμοσύνη της η συμπεριφορά του άλλαξε. Έγινε βίαιος, επιθετικός. Την κατηγόρησε ότι τον ξεγέλασε κι ήθελε να τον τυλίξει και της είπε, ότι εάν δεν ξεφορτωνόταν αυτό το παιδί θα το έκανε εκείνος και δεν θα της άρεσε καθόλου ο τρόπος που θα επέλεγε. Εκείνη τότε του πρότεινε να χωρίσουν και τη λύση με το παιδί θα την έβρισκε μόνη της, αλλά αυτό δεν του ήταν αρκετό. Εκείνο το βράδυ η Ελένη είχε βρει μια παρέα αστυνομικών στο μπαρ και τους ρώτησε για τον Γεωργίου, αλλά κανείς δεν τον ήξερε. Τότε κατάλαβε ότι εκείνος ήταν που την είχε ξεγελάσει από την αρχή.

Η Σοφία, η συγκάτοικός της, όταν έμαθε πως κάποιος την απειλούσε, έφυγε από το σπίτι κι εκείνη πήγε να ζητήσει βοήθεια από τους δικούς της την επόμενη μέρα, αλλά ο πατέρας της την έδιωξε. Πήγε στο σπίτι της, ελπίζοντας ότι οι απειλές θα έμεναν μονάχα στα λόγια. Όταν ξεκίνησε να πάει στη δουλειά της από τον ίδιο δρόμο την βρήκε το αναπάντεχο. Στην μέση του έρημου δρόμου κείτονταν η αδερφή της μέσα σε μια λίμνη αίματος. Η Μαρία πήγαινε να την βρει κι ο ψεύτικος αστυνομικός είχε εκπληρώσει την απειλή του, αλλά σε λάθος πρόσωπο. Μέσα στον πανικό της σκέφτηκε πως έπρεπε να κρυφτεί, αλλά από όσες ιδέες της πέρασαν από τον νου εκείνη τη στιγμή, μια κρυψώνα ήταν η πιο ασφαλής. Το σπίτι των γονιών της με την «ταυτότητα» της αδερφής της. Τελευταία στιγμή σκέφτηκε ότι έπρεπε να πάρει μαζί της, ταυτότητα, κινητό και κλειδιά του σπιτιού. Αυτά τα τρία που σου δίνουν μια θέση από τη ζωή του άλλου κι στη δική της την περίπτωση την ίδια τη ζωή του άλλου. Τα αντάλλαξε με τα δικά της κι έφυγε.

Η Ελένη για την προστασία της είχε παγιδευτεί και πάλι στο ίδιο κελί, από όπου είχε αποδράσει πριν από τρία χρόνια. Στο πατρικό της. Τουλάχιστον δεν κινδύνευε η ζωή της, αλλά δεν μπορούσε να το μοιραστεί με κανέναν αυτό. Θα περίμενε λίγο να κοπάσει η μπόρα και θα έφευγε ξανά να αναζητήσει την τύχη της αλλού.

Η Ανδρεάδη είχε μονάχα τη μαρτυρία ενός θύματος δολοφονίας που δεν ήταν πραγματικά νεκρό, για έναν δράστη αστυνομικό που δεν ήταν πραγματικά αστυνομικός. Εικόνα δεν είχε καμία. Την εποχή των κινητών τηλεφώνων που βρίθουν με σέλφι φωτογραφίες, το άσπονδο αυτό ζευγάρι δεν είχε ούτε μια να μαρτυρά την εικόνα του μυστήριου κ. Γεωργίου. Ήταν ένα φάντασμα που μόνο η Ελένη γνώριζε το πρόσωπό του. Ρώτησε τον Αλεξίου εάν αυτές οι μέθοδοι με τους σκιτσογράφους της αστυνομίας κάνουν δουλειά κι όταν εκείνος με ενθουσιασμό της είπε ότι κάνουν θαύματα, του ανέθεσε την εικονοποίηση του δράστη.

Την άλλη μέρα το απόγευμα, ενώ τακτοποιούσε μερικά έγγραφα που ήταν σκόρπια πάνω στο γραφείο της κι ετοιμαζόταν να φύγει, χτύπησε το τηλέφωνό της. Ήταν ο Ηλίας. «Τι κάνει η αγαπημένη μου αστυνόμος;» την ρώτησε.

«Η αγαπημένη σου αστυνόμος, μάλλον έχει αποτύχει. Έλυσε τον μισό γρίφο… όχι ολόκληρο. Αντί να βρει τον πραγματικό δολοφόνο, που είναι και το ζητούμενο, βρήκε μόνο το πραγματικό θύμα και τώρα έχει μπλοκάρει εντελώς. Πραγματικά δεν ξέρω πώς να κινηθώ. Κοιτάζω και ξανακοιτάζω όλα τα στοιχεία, έχω γεμίσει έναν πίνακα με σημειώσεις, αλλά άσκοπα. Πουθενά δεν βρίσκω τη λύση. Ούτε καν πως να συνεχίσω…» είπε και έτριβε κουρασμένη τα μάτια της.

«Σου έχω πει. Ψάχνεις πάντα έξω από τον εαυτό σου για τις λύσεις. Κάθισε στο γραφείο σου, κλείσε τα μάτια σου και σκέψου. Η λύση έρχεται καμιά φορά από μέσα… όπως τα κίνητρα των ανθρώπων για την όποια δράση τους» είπε ο Ηλίας και μέχρι να τελειώσει τη φράση του, η Κατερίνα είχε καθίσει αναπαυτικά στο κάθισμά της κι είχε κλείσει τα μάτια της.

«Χμμμ… Πάλι δεν βρίσκω τίποτα…» έσπευσε να πει κι άνοιξε ξανά τα μάτια της γελώντας. Πάνω στο γραφείο της ήταν μια μεγάλη σελίδα χαρτί και δίπλα της στεκόταν ο Αλεξίου. Πήρε το χαρτί και το κοίταξε. «Πάρτο αυτό από δω, σε παρακαλώ! Δεν είναι ώρα για αστεία! Κάποιους ανθρώπους δεν θα ήθελα να τους βλέπω ούτε ζωγραφιστούς. Προπαντός, τώρα και προπαντός…» του είπε και έκανε την κίνηση να του το πετάξει πίσω, όταν συνειδητοποίησε τι της είχε μόλις φέρει. «Ηλία, είσαι καταπληκτικός!» αναφώνησε η αστυνόμος και κάρφωσε το βλέμμα της στο σχέδιο.

«Θανάση, με λένε κυρία Ανδρεάδη. Θανάση…» διόρθωσε ο Αλεξίου.

«Μα, και βέβαια, Θανάση…» είπε και χαμογέλασε καθώς ακούγονταν οι διαμαρτυρίες του Ηλία στην άλλη άκρη της γραμμής που δεν μπορούσε να καταλάβει τι εννοούσε η αγαπημένη του αστυνομικός. «Ηλία, έχω δουλειά τώρα. Θα σε πάρω μόλις τελειώσω και θα σου τα εξηγήσω όλα» του είπε κι έκλεισε το τηλέφωνο. «Για αυτό ζήτησε άδεια εντελώς ξαφνικά, αντί να τσακωθεί μαζί μου για άλλη μια φορά. Είχε αρχίσει να ανησυχεί μήπως βρω άκρη στην υπόθεση ή μήπως βρω κάποιον που θα μπορούσε να τον αναγνωρίσει», σκέφτηκε. Έπειτα γύρισε προς τον Αλεξίου. «Έχεις προφίλ στο facebook, Αλεξίου;»

«Ναι, κυρία Ανδρεάδη… δεν καταλαβαίνω. Θέλετε να…»

«Έχεις αρκετούς φίλους από τους συναδέρφους μας;» τον ρώτησε ξανά.

«Στο διαδίκτυο; Ναι, φυσικά… αν και δεν μπαίνω συχνά…» συνέχισε με βλέμμα μεγάλης απορίας.

«Θα αναζητήσεις τον Μαυρίδη. Δεν θα δυσκολευτείς καθόλου. Το πιθανότερο είναι να έχετε πολλούς κοινούς φίλους και να τον βγάλει στην κορυφή. Από εκεί θα βρεις μια καλή φωτογραφία του. Μόλις τον αναγνωρίσει η Αλεξανδρή, δώσε εντολή να τον συλλάβουμε. Προσοχή, δεν πρέπει να διαδοθεί ότι είναι ύποπτος πριν τον βάλουμε στο χέρι. Σε λίγη ώρα θα έχουμε την ακριβή εικόνα του, τη μαρτυρία της Ελένης Αλεξανδρή κι ως επισφράγισμα, το βιολογικό του αποτύπωμα…», είπε χαμογελώντας και χαλάρωσε στην καρέκλα γραφείου σαν μεγαλοεπιχειρηματίας που μόλις τον ενημέρωσαν ότι ανέβηκαν οι μετοχές του.

Η Ελένη Αλεξανδρή τον αναγνώρισε. Όχι μόνον εκείνον, αλλά κι ένα ακόμη φίλο του σε κάποιες από τις φωτογραφίες που της έδειξε ο Αλεξίου. Ήταν σίγουρη ότι εκείνος τον είχε βοηθήσει να την ξεγελάσουν στην αρχή. Αφού ολοκληρώθηκαν οι διαδικασίες, η Ελένη γύρισε επιτέλους στο σπίτι της ήσυχη αυτή τη φορά ότι σύντομα θα είχαν συλλάβει τον άνθρωπο που σκότωσε την αδερφή της κι απειλούσε τη ζωή της. Έξω από την πόρτα την περίμενε η μητέρα της, για να της ανακοινώσει ότι μόλις είχε χωρίσει από τον πατέρα της. Τον είχε διώξει από το σπίτι της και σκόπευε να δεχτεί και πάλι πίσω την άσωτη κόρη. Η Ελένη, όμως, δεν ήταν πια το ίδιο παιδί. Τώρα κουβαλούσε μαζί της όλο το περιεχόμενο που χωρούσε η μήτρα που την ανέθρεψε κάποτε. Κουβαλούσε μαζί της την Μαρία.

«Μόνη σου! Με τον αφέντη σου ή χωρίς, μόνη σου θα μείνεις πάλι. Εγώ θα προχωρήσω. Δεν θέλω τον δικό σου δρόμο. Δεν θα βαδίσω τον δικό σου δρόμο. Δεν θα θρηνήσω μαζί σου τις δικές σου απώλειες. Εγώ θα κουβαλάω για πάντα την αδερφή μου, με όποιον τρόπο μπορώ και θα είμαι εγώ για εκείνη, θα είναι εκείνη για εμένα. Θα χαίρομαι για μένα, θα χαίρομαι για εκείνην. Θα θρηνήσω απώλειες της ζωής, δικές μου και δικές της. Αλλά θα προχωρήσω με τις πληγές μου, για εκείνην και για μένα. Μπροστά. Εσύ, θα μείνεις μόνη σου. Αφού φοβάσαι να είσαι, μόνη σου πάντα θα είσαι …»

H Αφροδίτη Μανουσάκη σπούδασε Πληροφορική, είναι πιστοποιημένη εκπαιδευτικός Moodle (MEC) κι έχει εργαστεί ως καθηγήτρια Πληροφορικής στον ιδιωτικό τομέα. Ολοκλήρωσε με επιτυχία το Μ.Π.Σ. "Δημιουργικής Γραφής" των Ε.Α.Π. και Π.Δ.Μ., ενώ παράλληλα συμμετείχε ως εισηγήτρια σε 2 διεθνή συνέδρια Δημιουργικής Γραφής. Έχει εκδώσει δύο μυθιστορήματα και έχει συμμετάσχει σε δυο συλλογικά έργα. Άλλες αγαπημένες καλλιτεχνικές δραστηριότητες της είναι η ζωγραφική, το θέατρο, ενώ μαθαίνει και βιολί. Αναζητάει συνεχώς απαντήσεις για την θέση της γυναίκας στην λογοτεχνία, αλλά και στην ζωή.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *