Το διήγημα “Χαμένες ταυτότητες” είναι το δημιουργικό μέρος της διπλωματικής εργασίας “Επιτελεστικότητα φύλου και επισφάλεια στη σύγχρονη ελληνική αστυνομική λογοτεχνία. Μια συγκριτική ανάγνωση έργων του Μάρκαρη και του Αζαριάδη.” της Αφροδίτης Μανουσάκη.
Συνέχεια του διηγήματος.
Μπορείτε να διαβάσετε την αρχή στους συνδέσμους (Μέρος 1ο) και (Μέρος 2ο)
Η Ανδρεάδη ήταν σίγουρη, ότι το κορίτσι έλεγε την αλήθεια. Ήταν ένα εγκλωβισμένο ποτάμι πίσω από ένα φράγμα που μόλις είχε σπάσει. Σαν να ήθελε από πριν να τα πει όλα αυτά και τώρα που βρήκε διέξοδο, άρχισε και δεν σταματούσε. Όπως είχε ξεκινήσει να αφηγείται την ιστορία, δεν κόμπιασε πουθενά για να σκεφτεί τι θα πει. Πού να ήξερε, πως όταν η φίλη της την διαβεβαίωνε ότι θα ζητούσε βοήθεια από την οικογένειά της κι εκείνη είχε ησυχάσει πως δεν θα ήταν μόνη της σε αυτή την περιπέτεια, θα έμενε πιο μόνη από ποτέ. Η Ανδρεάδη της έδωσε το τηλέφωνό της και της είπε πως εάν είχε κάτι νεώτερο, οτιδήποτε, ακόμη κι αν εκείνη το θεωρούσε εντελώς άσχετο κι ανόητο να το αναφέρει, απλά να την έπαιρνε ένα τηλέφωνο και να της το έλεγε. Έφυγε φανερά προβληματισμένη για αυτή τη νέα υπόθεση με τα ναρκωτικά.
Όταν έφτασε στο γραφείο της, ο Μαυρίδης την περίμενε και της ζήτησε να την δει κατ’ ιδίαν. Την παραξένεψε αυτή η στάση του. Ήταν σχεδόν σίγουρη ότι θα της έκανε παράπονα για τον τρόπο που του μίλησε, ίσως και να την απειλούσε με τις γνωριμίες του στα υψηλά κλιμάκια κι αυτό την εκνεύρισε ακόμη περισσότερο, καθώς έφερε ξανά στον νου της τον διάλογό τους. Τώρα ήθελε να του τρίψει στα μούτρα ότι τελικά είχε βγάλει λαβράκι, αλλά εκείνος πρόλαβε και την αιφνιδίασε. Της είπε ότι πρέπει να λείψει από την δουλειά για μερικές μέρες. Είχε έναν πολύ σοβαρό οικογενειακό λόγο. Αρχικά παραξενεύτηκε για το πως προέκυψε έτσι αυτή η ανάγκη, αλλά δεν έβρισκε τίποτε μεμπτό ή ύποπτο σε αυτό. Η ανακούφιση που πήρε επειδή δεν το έκανε θέμα αυτή την φορά ο Μαυρίδης, την έκανε να το προσπεράσει έτσι απλά.
Κάποια στιγμή στο παρελθόν, όταν εκείνη πήρε προαγωγή, την είχε πολεμήσει με όλα τα μέσα. Δεν είχε άδικο ο Αθανασίου. Είχε χρησιμοποιήσει όλες του τις επιρροές για να της κάνει ζημιά κι εκείνη ήταν σίγουρη ότι δεν θα σταματούσε εκεί. Προσπαθούσε πάντα να υπονομεύσει τη δουλειά της με διάφορους τρόπους, αλλά κυρίως πατώντας και συνθλίβοντας με οποιοδήποτε τρόπο την αυτοπεποίθηση και την αυτοεκτίμησή της με διάφορα σχόλια, ενίοτε και σεξιστικά. Αυτός ήταν κι ο λόγος, που αν και τον έπαιρνε μαζί της κάποιες φορές, μη μπορώντας να κάνει αλλιώς, του ζητούσε να μένει στο αυτοκίνητο με διάφορες δικαιολογίες, όπως είχε κάνει και την προηγούμενη μέρα. Δίχως δεύτερη σκέψη του είπε ότι μπορεί να λείψει όσο καιρό χρειάζεται. Άλλωστε να τον ξεφορτωθεί ήθελε.
Το απόγευμα, ο Ηλίας την περίμενε ξαπλωμένος στον καναπέ. Η Κατερίνα δεν είχε συνηθίσει ακόμη να την περιμένει κάποιος στο σπίτι. Στην αρχή, όταν ο Ηλίας της πρότεινε να συγκατοικήσουν, πίστευε ότι αυτό θα την ενοχλούσε, αλλά τώρα όταν γυρνούσε κουρασμένη στο σπίτι της κι αναζητούσε έναν άνθρωπο να μιλήσει, είχε πειστεί ότι ήταν η καλύτερη απόφαση που είχε πάρει τους τελευταίους μήνες.
«Μην φας τίποτα τώρα» της είπε όταν την είδε να στέκεται όρθια μπροστά στο ανοιγμένο ψυγείο. «Έχουμε τα γενέθλια της Ξένιας. Το ξέχασες;» της είπε κι εκείνη γύρισε και κοίταξε το ημερολόγιο στον τοίχο. Ήταν τα γενέθλια της φίλης της. Ναι, ο μήνας είχε ήδη εννιά κι εκείνη δεν το είχε ξεχάσει επειδή ήταν ξέγνοιαστη, όπως θα υποστήριζε και το τραγούδι, αλλά επειδή ένοιωθε ότι αυτή η δουλειά τής ρουφούσε τόση ενέργεια ώστε περνούσαν οι μέρες δίχως να το καταλάβει. Η Ξένια είχε πει από καιρό ότι ήθελε να τους κάνει τραπέζι. «Αχ, αυτή η δουλειά σε έχει κάνει να ξεχνάς και τα πιο απλά πράγματα…» είπε και πήγε πίσω της και την αγκάλιασε από τη μέση.
«Το εκτιμώ ότι θέλεις να με βοηθήσεις. Όμως δεν με βοηθάς καθόλου υποτιμώντας τις δυνατότητές μου και παροτρύνοντας με να τα παρατήσω» του είπε και έδιωξε τα χέρια του από πάνω της.
«Μα τι είναι αυτά που λες; Δεν σε παροτρύνω να τα παρατήσεις. Πρέπει να το παραδεχτείς, Κατερίνα. Ξέχασες τα γενέθλια της Ξένιας, που εδώ και καιρό είχαμε πει…»
«Αυτό κάνεις εδώ και καιρό, αλλά δεν παραδέχεσαι. Τα γενέθλια κάποιου θα μπορούσες να τα είχες ξεχάσει κι εσύ.»
«Ναι, όμως δεν τα ξέχασα…»
«Ναι, αλλά δεν φταίει η δουλειά μου για αυτό! Πρέπει να το καταλάβεις! Και συ κι όλοι οι άλλοι επιτέλους. Φτάνει!» του είπε και πήγε στο υπνοδωμάτιό της να ετοιμαστεί. Όταν βγήκε από το δωμάτιο τον είδε σκεπτικό να κοιτάει έξω από τη μπαλκονόπορτα του καθιστικού και να πίνει κάτι σε ένα μικρό ποτήρι. Στάθηκε στην πόρτα και τον κοίταξε. «Έχω ανάγκη να πιστεύεις σε μένα. Εσύ να πιστεύεις σε μένα. Γιατί στην δουλειά προφανώς, για να βρίσκομαι σε αυτή την θέση κάποιοι πίστεψαν σε μένα, κάποιοι που ξέρουν από αυτά τα πράγματα, αλλά πάντα είναι πιο σημαντικό η πίστη αυτή να προέρχεται από τον δικό σου άνθρωπο. Το καταλαβαίνεις;»
Ο Ηλίας γύρισε και την κοίταξε. «Δεν χρειάζεσαι την εμπιστοσύνη των άλλων, αλλά την δική σου», της είπε κι η Κατερίνα δεν μίλησε. «Όμως, κάτι συνέβη πάλι σήμερα, σωστά;»
Η Κατερίνα κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και το κατέβασε καθώς έκανε μερικά βήματα πλησιάζοντάς τον. «Ο Μαυρίδης πάλι…», είπε και παρατήρησε την έκφραση στο πρόσωπό του που περίμενε τη συνέχεια. «Μου μιλάει πάντα με αυτόν τον τρόπο…»
«Ποιον τρόπο δηλαδή;»
«Αυτόν που δηλώνει πως… κοριτσάκι, σίγουρα θα τα κάνεις μαντάρα και θα αποδείξεις έμπρακτα ότι εγώ είχα δίκιο κι εσύ ήσουν η άσχετη που πήρες τη θέση αυτή για τα όμορφα σου μάτια…»
«Λένε τέτοια πράγματα για σένα στην υπηρεσία σου;» αναρωτήθηκε ο Ηλίας.
«Όχι, είναι αυτό το υφάκι, αυτό το… το, πως το λένε; Το δεν έπρεπε να είσαι εσύ εκεί, αλλά εγώ… αυτό το… θα κάνω τα πάντα για να το αποδείξω αυτό και θα είναι για μένα αυτό ένα παιχνιδάκι γιατί εγώ είμαι άντρας και συ το καμένο χαρτί…» είπε η Κατερίνα και ντράπηκε για τις ανασφάλειές της. «Δεν το καταλαβαίνεις αυτό, Ηλία, αλλά μια γυναίκα πρέπει να αποδεικνύει κάθε φορά την αξία της. Κάθε φορά. Κυρίως σε όλους εκείνους του τομείς που θεωρούνται δεδομένοι οι άντρες ως αυθεντίες κι αυτό είναι φοβερά ψυχοφθόρο. Αυτό είναι που με ενοχλεί περισσότερο. Αυτό είναι. Αλλά δεν θα του κάνω τη χάρη…»
«Ώστε, πιστεύεις ότι ο Μαυρίδης είναι το πρόβλημά σου στη δουλειά;» είπε και την κοίταξε με έναν περίεργο τρόπο. Αμέσως μετά άλλαξε έκφραση. «Μήπως θα ήθελες να…»
«Άκου, Ηλία. Το καταλαβαίνω πως νοιάζεσαι αλλά αυτή είναι δική μου δουλειά. Εγώ είμαι η προϊστάμενή του κι εγώ πρέπει να επιβάλλω την τάξη εκεί μέσα», του είπε.
«Μήπως θα ήθελες να αρχίσεις να ετοιμάζεσαι, ήθελα να πω. Πρέπει πρώτα να βάλεις μια τάξη μέσα σου, Κατερίνα. Εσύ θέτεις τον εαυτό σου σε αμφιβολία συνεχώς. Εκείνος λέει όσα πιστεύει ή όσα θα τον βόλευαν να είναι αλήθεια. Η συμπεριφορά του δείχνει τη δική του ανασφάλεια κι όσο αυτή θα αποκαλύπτει τη δική σου, θα συνεχίζει τον πόλεμο με τον ίδιο τρόπο, μέχρι να γκρεμίσει το κάστρο».
Η αστυνόμος χαμογέλασε. «Δική του ανασφάλεια…» σκέφτηκε. «Δεν έχει άδικο. Δική μου ανασφάλεια. Εδώ κι αν είχε δίκιο». Τον κοίταξε που στεκόταν σιωπηλός μπροστά στη μπαλκονόπορτα, τον πλησίασε, τον αγκάλιασε και τον φίλησε στο μάγουλο. «Δεν ξέρω πόσο δύσκολο μπορεί να γίνει το επάγγελμά αυτό για μια γυναίκα, αλλά για την προσωπική μου ζωή, ξέρω ότι πραγματικά έχω κάνει την καλύτερη επιλογή», του είπε για να γλυκάνει την αντρική του ματαιοδοξία και ξεκίνησαν για την Ξένια.
Το επόμενο πρωινό έφτασε στη δουλειά της μέχρι και μισή ώρα νωρίτερα. Κι η ίδια απόρησε με την ευεξία που ένοιωθε, ενώ το κύπελο με τον αχνιστό καφέ ήταν ακόμη γεμάτο. Άνοιξε τη σακούλα με τα αγαπημένα της βουτήματα από τον φούρνο της γειτονιάς και διάλεξε εκείνο το τραγανό με τα μικρά κομμάτια σοκολάτας και τα καβουρδισμένα αμύγδαλα. Κοίταξε την πόρτα και σκέφτηκε ότι για τις επόμενες μέρες δεν θα την διέσχιζε κανείς με πρόθεση να την συγχύσει. Εκείνη την στιγμή χτύπησε η πόρτα. Ήταν ο Αλεξίου. Ένας νεαρός αστυνομικός που αν και δεν είχε δει ακόμη δείγματα γραφής του, είχε ακούσει πολύ καλά λόγια για εκείνον.
«Καλημέρα, αστυνόμε. Μου είπαν ότι θα λείψει ο Μαυρίδης για μερικές μέρες κι ίσως να χρειαστείτε βοήθεια σε κάτι. Με στέλνει ο…»
«Ο καλός μας ο Θεός! Και πολύ καλά κάνει… Θα σε χρειαστώ», του είπε κι εντελώς αυθόρμητα τον προέτρεψε να φέρει μαζί του και τον καφέ του. Μόλις γύρισε, του έδειξε το κάθισμα απέναντί της, έπειτα τα αγαπημένα της βουτήματα. Τον συμβούλεψε να πάρει από αυτά με τα αμύγδαλα και τη σοκολάτα, και τον ενημέρωσε για την υπόθεση πριν ξεκινήσει να του δίνει οδηγίες.
«Εγώ, ως γυναίκα, πιστεύω ότι είναι καλύτερα να μιλήσω με την πιτσιρίκα. Είμαι σίγουρη ότι κάτι γνωρίζει για την αδερφή της, αλλά δεν ήθελε να το πει μπροστά στη μητέρα της. Ίσως και να έχουν συναντηθεί οι δύο αδερφές. Σε μένα θα ανοιχτεί καλύτερα. Εσύ θέλω να ψάξεις εάν υπάρχει κάποια υπόθεση με ναρκωτικά που να είχαν συλλάβει την Ελένη Αλεξανδρή. Κάποια με άδοξο τέλος, ενδεχομένως. Μπορεί να μην είναι καταγεγραμμένο πουθενά γιατί κάποιος την ξέμπλεξε εγκαίρως, αλλά ίσως κάποιος από τη Δίωξη να θυμάται το όνομά της. Ο Βασιλειάδης είναι πολύ συνεργάσιμος, δεν θα βρεις καθόλου δυσκολία», του είπε και του έδωσε το σακούλι με τα υπόλοιπα βουτήματα. «Είναι από τον φούρνο της γειτονιάς μου. Πολύ φρέσκα και πολύ υγιεινά» του είπε αφού πήρε το τελευταίο σοκολατοαμυγδαλομένο κι έφυγε.
Στο αυτοκίνητο τηλεφώνησε στην αδερφή Αλεξανδρή. Της ζήτησε να την δει μονάχη της. Ήξερε ότι το κορίτσι αυτό, τέτοια ώρα, κατά πάσα πιθανότητα, θα βρισκόταν στη σχολή της.
«Με σώσατε, αστυνόμε», είπε μόλις έκατσε στο τραπέζι μαζί της.
«Τι; Τι εννοείς;»
«Είχαμε διαγώνισμα σήμερα. Δεν είχα διαβάσει τίποτε…» είπε κι έφτιαξε τη ροζ πλεκτή μπλούζα της τραβώντας την χαμηλά. Στον λαιμό της φάνηκε ένα δερμάτινο κορδόνι, παλιό και φθαρμένο. Από εκείνα που συνηθίζουν να βάζουν σε φτηνά μενταγιόν από πλανόδιους. Αλλά δεν μπορούσε να δει τι κρεμόταν στην άκρη γιατί ήταν μέσα από τη μπλούζα. Όμως δεν την ένοιαζε αυτό. Το φθαρμένο κορδόνι την παραξένεψε, καθώς παρατηρούσε και το υπόλοιπο ντύσιμό της. Γκρι, λεπτό καρό παντελόνι με πιέτες, από εκείνα που βρίσκεις και το σακάκι τους καμιά φορά και λανσάρεις τη φοιτητική σου μεγαλειότητα ως ένας πολλά υποσχόμενος υπάλληλος γραφείου που στοχεύει κατευθείαν για διευθυντική θέση. Φαίνεται ότι ήταν στη μόδα αυτό το στυλ, γιατί της ήταν γνώριμο. Κάπου το είχε ξαναδεί. Μετά χαμογέλασε, με την ανόητη σκέψη της. Η Μαρία Αλεξανδρή δεν θα φορούσε ρουχαλάκια του σωρού, από αυτά που έχουν οι γυναίκες στο περιβάλλον μιας αστυνομικού. «Πού στο διάολο νομίζεις ότι το έχεις ξαναδεί αυτό, Καραμήτρο», σκέφτηκε και γύρισε στην πραγματικότητα.
«Θέλω να μου πεις για την αδερφή σου», της είπε αμέσως μετά.
«Τι να σας πω αστυνόμε; Ό,τι γνώριζα σας το είπα… Ήρθε και ζήτησε βοήθεια. Είπε ότι την κυνηγούσε κάποιος».
«Όνομα, είπε;»
«Όχι…»
«Ήταν δικηγόρος;»
«Δικηγόρος;» παραξενεύτηκε η μικρή.
«Ναι, μήπως ξέρεις τι δουλειά έκανε;»
«Μα, τι με ρωτάτε τώρα;»
«Ωραία, εγώ δεν ξέρω τι να σε ρωτήσω. Εσύ όμως ξέρεις τι να μου απαντήσεις. Αυτά που σας είπε η Ελένη. Θέλω να μου πεις όλα όσα σας είπε η Ελένη», επέμεινε κοιτώντας την στα μάτια.
«Δεν πρόλαβε να πει και πολλά. Ο πατέρας μου την πέταξε έξω. Δεν την ήθελε στο σπίτι. Αυτό είναι όλο, κυρία αστυνόμε. Δεν έχω κάτι άλλο να σας πω».
Συνεχίζετε…