Το διήγημα “Χαμένες ταυτότητες” είναι το δημιουργικό μέρος της διπλωματικής εργασίας “Επιτελεστικότητα φύλου και επισφάλεια στη σύγχρονη ελληνική αστυνομική λογοτεχνία. Μια συγκριτική ανάγνωση έργων του Μάρκαρη και του Αζαριάδη.” της Αφροδίτης Μανουσάκη.
Το διήγημα θα ολοκληρωθεί σε τέσσερεις συνέχειες
«Αργά ή γρήγορα θα γινόταν το κακό. Το έφαγε το κεφάλι της», είπε και κοίταξε τη γυναίκα του. «Το είχα πει, δεν το είχα πει;» συμπλήρωσε αμέσως μετά και οι μύες στο πρόσωπό του δεν έκαναν καμία κίνηση. Μόνο τα χείλη του κουνούσαν. Στάσιμες κι οι κόρες των ματιών του, όπως το μέσα του. Θυμόταν, αισθανόταν, αναλογιζόταν, κανείς δεν γνώριζε. Για χρόνια ένα κέρινο ομοίωμα ήταν. Πόνος και θυμός είχαν γίνει ένα. Το νεαρό κορίτσι δίπλα του γύρισε και τον κοίταξε. Τα μάτια της κουβαλούσαν κι εκείνα πόνο και θυμό, αλλά με έναν αλλιώτικο τρόπο. Εκείνη έλπιζε ακόμη να λυτρωθεί. Η γυναίκα του, όμως, απέφυγε το βλέμμα του. Απέφυγε ακόμη και να κλείσει τα βλέφαρα της για μην ξεχειλίσει το παραπανίσιο δάκρυ.
Η Μαρία, η μια από τις δίδυμες κόρες που ζούσε μαζί τους, δεν μπορούσε ποτέ να καταλάβει πως το έκανε αυτό ο πατέρας της. Έπιανε ώρες-ώρες τον εαυτό της να προσπαθεί στον καθρέπτη να τον μιμηθεί. Να παγώσει το βλέμμα της, να παγώσει την ψυχή της, μα δεν μπορούσε. Μόλις κοιτούσε τη μορφή της, έβλεπε την Ελένη και γύριζε το κεφάλι στο πλάι. Έπειτα, όταν αντιλαμβανόταν ότι ακόμη ένοιωθε μια φιγούρα γυναίκας να αντανακλάται στο γυαλί και να την κοιτά, κούναγε τα χέρια της για να βεβαιωθεί ότι ήταν το δικό της είδωλο εκεί κι όχι η Ελένη. Μετά έκλεινε τα μάτια της. Το σκοτάδι τους την καθησύχαζε. Δεν μπορούσε να κοιτάει τον καθρέπτη δίχως να βλέπει την αδερφή της, δίχως να σκέφτεται την Ελένη. Της έλειπε τόσο.
«Ξέρετε, κύριε Αλεξανδρή…» ψέλλισε η αστυνόμος. Κοίταξε τις τρεις φιγούρες γύρω της. Δεν ήταν άνθρωποι, μα φιγούρες. Στάσιμες μέσα στον χρόνο. Δεν το είχε ξαναδεί αυτό όσα χρόνια δούλευε στην υπηρεσία. Πάντα μετά από μια τέτοια ανακοίνωση, αλλά και σε άλλες ηπιότερες καταστάσεις οι άνθρωποι αντιδρούσαν με φωνές, με κλάματα, με αμφιβολία, με άρνηση, με κατάρες και με εκείνες τις ερωτήσεις που πάντα ήξεραν ότι θα έμεναν αναπάντητες. «Πότε;» «Ποιος;» «Πού;» «Γιατί;» Ακόμη κι εκείνο το παγωμένο μισό χαμόγελο, μισό βούρκωμα που έχουν όταν τους ανακοινώνει το μεγάλο κακό κι εκείνοι της ζητούν να τους πει ότι δεν είναι αλήθεια. Αλλά τίποτε. «Ξέρω είναι νωρίς ακόμη για να σας ζητήσω… Αλλά όταν θα μπορέσετε…» είπε και κόμπιασε για λίγο, «Θα πρέπει να έρθετε κάποια στιγμή από το τμήμα. Θα χρειαστούμε…»
«Για ποιον λόγο; Σας είπα. Δεν έχω άλλη κόρη. Αυτήν μονάχα», είπε και την έδειξε με το δεξί του χέρι, δίχως καν να την κοιτάξει. «Από σήμερα και κυριολεκτικά…» συνέχισε με χαιρέκακη έκφραση και μια πίκρα κρυφή που πρόδιδε την προσπάθειά του να ξεγελάσει την αστυνόμο και τον ίδιο του τον εαυτό.
«Πόσο καιρό είναι που έφυγε από το σπίτι σας η Ελένη;» τον ρώτησε, μα δεν του πήρε απάντηση.
«Σε δεκαεννιά μέρες από τώρα θα έκλεινε τρία χρόνια…» είπε η γυναίκα. «Τρία χρόνια…» μουρμούριζε με μια άχρωμη χροιά στη φωνή της.
«Φτάνει. Δεν το βλέπετε ότι δεν έχουμε τίποτα να σας πούμε;» είπε και κάτι κινήθηκε στο πρόσωπό του, ίσα για να σχηματίσει δύο κάθετες ρυτίδες στο κέντρο του μετώπου.
«Σε αυτά τα τρία χρόνια δεν την συναντήσατε ποτέ ξανά;»
«Ποτέ! Δεν καταλαβαίνετε ότι μόνο τον χρόνο σας χάνετε πια;»
«Τρία χρόνια…» ακούστηκε ξανά η γυναικεία φωνή.
Η αστυνόμος κοίταξε τις δύο γυναίκες. «Ούτε οι κυρίες; Καμιά επαφή;»
Η γυναίκα έσφιγγε ένα κομμάτι ύφασμα μέσα στο χέρι της, τόσο που είχε αρχίσει να τρέμει. «Τρία χρόνια…» ψέλλισε και μετά κούνησε το κεφάλι της αρνητικά κι αργά δυο φορές. Το νεαρό κορίτσι αγριοκοίταξε τη μητέρα του κι έπειτα έτρεξε προς το δωμάτιό του.
«Μπορεί να σας χρειαστούμε πάλι. Η έρευνα ξέρετε… Ίσως…» είπε κι έκανε ένα βήμα πίσω για να φύγει. Κανείς, όμως, δεν κουνήθηκε από τη θέση του κι έτσι το πήρε απόφαση ότι μόνη της θα έπρεπε να πάει ως την πόρτα, να την ανοίξει και να φύγει. Δεν περίμενε, όμως, να δει μια αντρική φιγούρα στο άνοιγμά της.
«Συγνώμη για την ενόχληση. Κυρία Ανδρεάδη, θα ήθελα να σας πω…»
«Πάμε, Μαυρίδη. Δεν υπάρχει κάτι που μπορούν να μας πουν εδώ για να μας βοηθήσουν. Έχουν…»
«Τρία χρόνια…» μουρμούρισε ξανά η γυναίκα.
«… τρία χρόνια έχουν να την δουν. Δεν είχαν καν νέα της όλο αυτό το διάστημα. Χαίρετ… ε», είπε γυρνώντας προς το μέρος της οικογένειας κι αισθάνθηκε αμέσως ανόητη για αυτόν τον τυπικό χαιρετισμό. «Χαίρετε. Τι χαίρετε, ηλίθια;» σκέφτηκε. Έκλεισε την πόρτα πίσω της και προχώρησε. Ο Μαυρίδης την ακολούθησε διστακτικά. «Παράξενη οικογένεια. Πολύ ψύχραιμα το πήραν. Σου φάνηκε εσένα σαν να είχαν μόλις μάθει ότι σκότωσαν την άλλη δίδυμη;» γύρισε πίσω κι είδε τον συνάδελφό της να την κοιτά περίεργα. «Τι με ήθελες; Γιατί δεν περίμενες στο αυτοκίνητο;» ρώτησε και τον προσπέρασε συνεχίζοντας προς το περιπολικό.
«Με πήραν από την ιατροδικαστική. Ο Αθανασίου…»
«Καλά και δεν μπορούσες να περιμένεις; Σου είπα ότι ήθελα να τους μιλήσω μόνη μου. Ήθελα να μάθω εάν ήξεραν κάτι για την πιθανή εγκυμοσύνη που μας είχε πει το άλλο κορίτσι», είπε χαμηλόφωνα την τελευταία πρόταση, σαν να απευθυνόταν μονάχα στον εαυτό της.
«Σε πήρε τηλέφωνο και δεν απαντούσες. Γιατί;» την ρώτησε με ύφος ανακριτή.
«Το είχα στη σίγαση για λίγο. Ε, δεν χάθηκε κι ο κόσμος για λίγα λεπτά…» απάντησε σχεδόν αυτόματα η Ανδρεάδη και το μετάνιωσε αμέσως μετά. Δεν είχε κανένα λόγο να απολογείται σε αυτόν.
«Και τι είπε η οικογένεια για αυτό;»
«Ποιο;»
«Την εγκυμοσύνη;»
«Τίποτα, δεν ρώτησα. Είχαν να την δουν τρία χρόνια. Τι πιστεύεις ότι θα απαντούσαν;»
«Ότι δεν ήταν», της είπε με σιγουριά. «Ρώτησα τον Αθανασίου για την εγκυμοσύνη. Με το ζόρι μου απάντησε. Ξέρεις τις παραξενιές του. Δεν ήταν τελικά. Ψέματα είχε πει η μικρή», συμπλήρωσε ο αστυνόμος χαζογελώντας για τούτη την αποκάλυψη, σαν να ήταν ένα δικό του κατόρθωμα.
«Δεν είπε ψέματα. Μας είπε από την αρχή ότι δεν ήταν σίγουρη… Υποθέσεις έκανε», τον διόρθωσε η Ανδρεάδη. «Και δεν καταλαβαίνω πως αυτό μας εξυπηρετεί σε κάτι και πρέπει να χαιρόμαστε. Μια εγκυμοσύνη θα μας οδηγούσε κάπου».
«Δεν εξυπηρετεί άμεσα. Απλά, το κοριτσάκι είπε ψέματα. Ε, καλά τώρα τι άλλο περίμενες; Αλλά να που ξεκαθαρίστηκε κι αυτό πέρα από κάθε αμφιβολία. Δεν είναι αρκετό;»
«Υποψιάζεσαι μήπως την άλλη για κάτι;» τον ρώτησε αλλά για απάντηση πήρε την απορία στο πρόσωπό του. «Λες ότι είπε ψέματα. Υποψιάζεσαι τη συγκάτοικό της για κάτι;» του διευκρίνισε.
«Δεν εννοούσα τη φίλη της. Εκείνη εννοούσα, την Αλεξανδρή. Δεν ήταν αλήθεια…» επέμεινε εκείνος.
«Μήπως έχεις μπερδέψει τα κοριτσάκια, Μαυρίδη; Τι να ήταν αλήθεια; Δεν της είπε το θύμα κάτι. Εκείνη υπέθεσε ότι…»
«Τέλος πάντων. Αυτό με την εγκυμοσύνη δεν αληθεύει. Τέλος. Το επιβεβαίωσε κι ο Αθανασίου. Α, είπε να περάσεις από εκεί. Δεν ήθελε να πει τίποτε άλλο σε μένα…»
«Τον ξέρεις, πως είναι σε αυτά. Ψείρας! Δεν του αρέσει το χαλασμένο τηλέφωνο. Σου λέει, του λέω εγώ, αυτός υποθέτει, μετά μου λες εσύ, εγώ υποθέτω. Δίχως να το καταλάβεις αλλοιώνονται οι μισές πληροφορίες…» είπε η Ανδρεάδη και χαζογέλασε κρυφά, θυμίζοντάς του μια παλιότερη δική του γκάφα, όταν είχε μεταφέρει λανθασμένες πληροφορίες κι είχε δημιουργήσει πρόβλημα στην έρευνά τους και στον ίδιο τον ιατροδικαστή. Από τότε ο Αθανασίου δεν του εμπιστευόταν την παραμικρή πληροφορία.
«Ανοησίες!» μουρμούρισε ενοχλημένος και την ακολούθησε.
«Καλύτερα να πάμε από κει», είπε η αστυνόμος και μπήκε στο περιπολικό, προβληματισμένη από την αντίδραση της οικογένειας Αλεξανδρή. Έφερνε συνέχεια στον νου της εικόνες και λόγια, όσα κατάφερε να αποτυπώσει στα λίγα λεπτά που έμεινε εκεί. Πριν βγουν στον κεντρικό δρόμο, ένα φανάρι κοκκίνισε την τελευταία στιγμή. Ένας ήχος σαν κουδούνισμα που επαναλαμβανόταν, έκανε τον Μαυρίδη να κάνει συνεχώς μια ανεπαίσθητη κίνηση σαν να ήθελε να τσεκάρει το κινητό που είχε στην τσέπη του. «Δεν μπορείς να το κάνεις να σταματήσει;» του είπε. Ο εκνευριστικός αυτός ήχος της αποσπούσε την προσοχή συνέχεια. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί.
«Είναι μηνύματα…» απολογήθηκε εκείνος.
«Ξέρω τι είναι. Μηνύματα από το facebook», του είπε και περίμενε την αντίδρασή του, η οποία ήταν μονάχα μια καταφατική κίνηση με το κεφάλι του. «Λοιπόν;»
«Τι;» της απάντησε δίχως να την κοιτάξει με αφορμή ότι είχε τον νου του στο φανάρι, όταν ακούστηκαν απανωτά δύο ακόμη εκνευριστικά κουδουνίσματα.
«Σου ζήτησα να το κάνεις να σταματήσει. Να κλείσεις τη σύνδεση, ας πούμε; Τι κοιτάς το φανάρι; Ούτε ο Αθανασίου σχολάει νωρίς, ούτε έχουμε κανέναν πίσω μας να ενοχλούμε. Προλαβαίνεις να το κλείσεις και να κάνεις κι ένα τσιγάρο», του είπε τελικά όταν κατάλαβε τις υπεκφυγές του κι ο τρόπος που τον κοιτούσε δεν του άφησε περιθώριο να αρνηθεί.
Όταν έφτασαν στην ιατροδικαστική υπηρεσία, η Ανδρεάδη πήρε πλήρη ενημέρωση για τα ιατρικά ευρήματα και παρατήρησε προσεκτικά όλα τα αντικείμενα του θύματος. Ο Αθανασίου μόλις τους είδε μαζί στραβομουτσούνιασε. Δεν τον είχε καθόλου σε εκτίμηση και δεν έφταιγε μονάχα εκείνη η γκάφα. «Είναι παντελώς ηλίθιος, αλλά δυστυχώς φοβερά ύπουλος. Δεν σου το έχει συγχωρέσει που πήρες τη θέση του. Να τον προσέχεις», της είχε πει χαρακτηριστικά όταν πήρε προαγωγή. Αν και θα ήθελε να πάει μόνη της, δεν είχε καμιά πρόχειρη δικαιολογία για να διώξει τον Μαυρίδη. Κάποιες φορές έπρεπε να τον κουβαλάει μαζί της για ξεκάρφωμα. Δεν ήθελε να δίνει δικαιώματα στην υπηρεσία της.
Το ίδιο βράδυ η Ανδρεάδη στεκόταν στη βεράντα του σπιτιού της με ένα ποτήρι γλυκό, λευκό κρασί στα χέρια της. «Αυτό το Σαμιώτικο κρασί είναι εξαιρετικό! Σαν λικέρ πίνεται», είπε και κοίταξε την ετικέτα στο μπουκάλι, που είχε αφήσει πάνω στο τραπέζι για τυχόν ανεφοδιασμό.
«Πήρα τηλέφωνο στο γραφείο και δεν σε βρήκα. Έμαθα ότι είχατε ένα νέο έγκλημα. Μαχαίρωμα ήταν;» την ρώτησε ο Ηλίας.
«Ναι. Ποιος σου το είπε; Τους έχω πει να μην λένε τίποτα στο τηλέφωνο, όταν δεν ξέρουν ποιος είναι από την άλλη πλευρά. Οι δημοσιογράφοι συμπεραίνουν ό,τι να’ναι…»
«Δεν χρειάζεται να μου το πει κανείς», της είπε και της έδειξε το ποτήρι με το λευκό κρασί που κρατούσε στα χέρια της. Είχε μάθει να την διαβάζει από κάθε της κίνηση. Οι δύσκολες μέρες ήθελαν κόκκινο κρασί. Σαγκρία κατά προτίμηση. Ελαφρύ, αλλά την ζάλιζε γλυκά και την χαλάρωνε. Αυτή ήταν μια από αυτές τις μέρες. Φαινόταν στο βλέμμα της και στη στάση του κορμού της που αναζητούσε παντού στήριγμα μέσα στο σπίτι. Είχε γεμίσει ένα ποτήρι σαγκρία και μόλις αντίκρισε το ροδοκόκκινο χρώμα του κρασιού, το άδειασε στο νεροχύτη και το ξαναγέμισε με λευκό. «Αφού δεν την μπορείς αυτή την δουλειά, τι την ήθελες;» την ρώτησε τελικά. Αλλά εκείνη δεν του έδωσε σημασία. Ήπιε ό,τι είχε απομείνει στο ποτήρι και προχώρησε προς την μπαλκονόπορτα για να μπει στην κρεβατοκάμαρά της.
«Θα τον βρω τον αλήτη», μουρμούρισε, «Θα τον βρω».
«Άντρας ήταν ο δράστης;»
«Έτσι πιστεύει ο Αθανασίου κι από τα στοιχεία που έχει, είναι λίγο δύσκολο να κάνει λάθος. Έγκλημα πάθους, μίσους, φθόνου… ποιος ξέρει; Δεν πιστεύει στην εκδοχή της ληστείας. Βρήκαμε και χρήματα και κινητό πάνω της. Πιστεύει ότι ήταν ένας μόνο ο δράστης. Στις μαχαιριές δυσκολεύτηκε να βρει τον αριθμό. Δούλευε σε ένα μπαρ η μικρή εδώ και μερικούς μήνες. Χτες βράδυ που πήγαινε να πιάσει δουλειά, της επιτέθηκαν. Όμως κανείς από τον περίγυρό της δεν γνωρίζει τίποτα. Δεν είχε σχέση με κανέναν, μας είπαν. Ήταν μοναχική.»
Ο Ηλίας χαμογέλασε. «Δεν το ξέρεις ότι σε αυτές τις περιπτώσεις οι τελευταίοι που γνωρίζουν κάτι είναι η οικογένεια κι ειδικότερα οι γονείς;»
«Όχι, όχι, δεν κατάλαβες… Στη δουλειά της εννοώ. Πήγαμε κι από τους δικούς της μετά. Αυτοί κι αν δεν ήξεραν τίποτα. Μα τίποτα απολύτως. Δεν ήθελαν να την ξέρουν εδώ και τρία χρόνια… τρία χρόνια…» μουρμούριζε όπως η μητέρα του θύματος, σαν να κουβαλούσε μαζί της τις ίδιες ενοχές.
Την επόμενη μέρα η Ανδρεάδη δεν είχε προλάβει να τελειώσει τον πρωινό της καφέ όταν δέχτηκε ένα απρόσμενο τηλεφώνημα. Ήταν η μητέρα του θύματος. Της ζήτησε να βρεθούν κάπου έξω για να μιλήσουν. Ήταν στις σκέψεις της να επιδιώξει μια συνάντηση με τη μητέρα, αλλά ανησυχούσε για το αν θα δεχτεί να είναι μόνες τους. Τώρα της ήρθε κουτί αυτό το τηλεφώνημα, ακόμη κι αν αυτή η γυναίκα είχε έρθει μαζί με την άλλη της κόρη.
«Ο άντρας μου σας είπε ψέματα» ήταν η πρώτη της κουβέντα. «Δηλαδή, θέλω να πω, δεν σας είπε όλη την αλήθεια. Η Ελένη μου κινδύνευε και ζήτησε τη βοήθειά μας. Κάποιος την απειλούσε, την εκβίαζε, ήθελε να την σκοτώσει, αλλά εκείνος είχε βρει την ευκαιρία του για να την εκδικηθεί.»
«Να την εκδικηθεί;»
Συνεχίζετε…